- δίβουλος
- -η, -ο (AM -ος, -ον)1. αναποφάσιστος, δίγνωμος2. παλίμβουλος, απατεώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -βουλος < βουλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίβουλος — η, ο αυτός που δεν έχει ξεκάθαρη γνώμη για κάτι, δίγνωμος: Μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί είναι δίβουλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίβουλοι — δίβουλος of two minds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβουλία — η [δίβουλος] η ιδιότητα τού δίβουλου, παλιμβουλία, διγνωμία … Dictionary of Greek
δίγνωμος, -η — ο αυτός που οι απόψεις του για το ίδιο ζήτημα διίστανται, ο δίβουλος, ο αναποφάσιστος: Η δίγνωμη γυναίκα δεν μπορεί ν’ αποφασίσει ποιον θα παντρευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)